- οφθαλμόρροια
- ηεκροή βλέννας ή πύου από τους οφθαλμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmorrhee (< οφθαλμός + -ρροια < ρέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.